Πελαγία Χριστονάκη

Blog

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ – Η ΔΙΤΤΗ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΡ. 182 ΤΟΥ Ν. 4512/2018

Α. Η υποχρεωτική Διαμεσολάβηση ως στάδιο της προδικασίας

Η καθυστέρηση της απονομής της δικαιοσύνης στην Ελλάδα, πέραν των δυσμενών επιπτώσεών της στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, συνιστά ευθεία παραβίαση των δικαιωμάτων του ανθρώπου τόσο με βάση το ελληνικό Σύνταγμα όσο και με βάση την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Για το λόγο αυτό και με δεδομένο ότι ο χρόνος απονομής της Δικαιοσύνης στην Ελλάδα είναι υπερδιπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, αγγίζοντας ενίοτε τα όρια της αρνησιδικίας, το Ελληνικό Δημόσιο έχει καταδικασθεί πολλάκις να καταβάλει υπέρογκες χρηματικές αποζημιώσεις στους προσφεύγοντες, που μέχρι το 2009, ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 8.420.822 ευρώ.

Την 16.12.2010, τόσο υπό την πίεση των κοινοτικών οργάνων για την επιτάχυνση της απονομής της Δικαιοσύνης, όσο και εκ της σχετικής υποχρεώσεώς της, η Ελλάδα με το ν. 3898/2010, ενσωμάτωσε στο ελληνικό δίκαιο την Οδηγία 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και εισήγαγε στο ελληνικό δίκαιο το θεσμό της Διαμεσολάβησης στις ιδιωτικές διαφορές.

Η Οδηγία 2008/52/ΕΚ αλλά και ο νόμος 3898/2010, που ενσωμάτωσε την Οδηγία στο εθνικό μας δίκαιο, προέβλεψαν την υπαγωγή μίας διαφοράς στη Διαμεσολάβηση, τόσο ως προαιρετική όσο και ως υποχρεωτική. Στην τελευταία περίπτωση, η υποχρεωτικότητα προβλέπεται ως επιβαλλόμενη είτε δια νόμου είτε δια δικαστικής παραπομπής.

Δεδομένου ότι η Διαμεσολάβηση αποτελεί διαδικασία εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών και όχι διαδικασία απονομής δικαιοσύνης, το «εθελούσιο» ως βασικό ποιοτικό χαρακτηριστικό της εστιάζεται κυρίως στην επίτευξη και κατάρτιση της τελικής συμφωνίας επίλυσης μιας διαφοράς και όχι στο προαιρετικό ή μη της υπαγωγής μίας διαφοράς σε αυτήν.

Σε κάθε περίπτωση, στην ελληνική έννομη τάξη δεν είναι άγνωστη ούτε η νομοθετική πρόβλεψη για υποχρεωτική απόπειρα εξώδικης επίλυσης των διαφορών ούτε η δια δικαστικής παραπομπής απόπειρα επίλυσης μίας διαφοράς, εξωδίκως ή μη, τόσο πριν όσο και μετά την έναρξη της εκκρεμοδικίας, χωρίς να θίγεται η ιδιωτική αυτονομία και ελευθερία των μερών να καταλήξουν ή όχι σε απόφαση, που θα επιλύει τη μεταξύ τους διαφορά.

Χαρακτηριστική είναι η διάταξη του αρ. 214Α ΚΠολΔ, στην αρχική της μορφή, σύμφωνα με την οποία η απόπειρα εξώδικης επίλυσης της διαφοράς ήταν όρος του παραδεκτού της αγωγής, αλλά και ως προς την δια παραπομπής απόπειρα επίλυσης το αρ. 214Β ΚΠολΔ, το αρ. 214Γ ΚΠολΔ ή το αρ. 209 ΚΠολΔ, το αρ. 293 ΚΠολΔ, το αρ. 611 ΚΠολΔ.

Περαιτέρω, σε επίπεδο ενωσιακού δικαίου, από το δικαστήριο της Ε.Ε. έχει κριθεί ότι η υποχρεωτική διαμεσολάβηση ως στάδιο της προδικασίας δεν αντιβαίνει στις αρχές της ισοδυναμίας, της αποτελεσματικότητας και της επαρκούς ένδικης προστασίας υπό τον όρο ότι δεν καταλήγει σε δεσμευτική απόφαση, υπό την έννοια της μη αναστρέψιμης δια δικαστικής διάγνωσης απόφαση, δεν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος, αναστέλλει την παραγραφή των οικείων δικαιωμάτων και δεν επιφέρει υπερβολική οικονομική επιβάρυνση στα ενδιαφερόμενα μέρη.

‘Ηδη, με το αρ. 182 του νόμου 4512/17.01.2018, ορίσθηκε ότι,  για τις απαριθμούμενες στην παρ. 1 αυτού ιδιωτικές διαφορές (π.χ. διαφορές μεταξύ οροφοκτητών, αποζημιώσεις για ζημίες από τροχαία, διαφορές αμοιβών του αρ. 662ΑΚΠολΔ, οικογενειακές διαφορές, υποθέσεις ιατρικής ευθύνης, διαφορές βιομηχανικής ιδιοκτησίας, διαφορές από χρηματιστηριακές συμβάσεις), από την 17.10.2018, πριν από την προσφυγή στο Δικαστήριο, τα μέρη υποχρεούνται να επιχειρήσουν εξώδικα την επίλυση της διαφοράς τους μέσω της Διαμεσολάβησης, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του σχετικού ενδίκου βοηθήματος (υποχρεωτική Διαμεσολάβηση ως στάδιο της προδικασίας).

Παράλληλα, με τον ίδιο νόμο προβλέπεται σύντομος χρόνος ολοκλήρωσης της διαδικασίας και μικρό κόστος για τα εμπλεκόμενα μέρη, το οποίο επιμερίζεται μεταξύ τους, ενώ, ταυτόχρονα, ο νόμος προβλέπει αναστολή της παραγραφής και των αποσβεστικών προθεσμιών άσκησης των οικείων αξιώσεων και δικαιωμάτων.

Με τους όρους αυτούς, η θέσπιση της Διαμεσολάβησης ως υποχρεωτικό στάδιο προδικασίας για τις διαφορές που αναφέρονται στο αρ. 182 παρ. 1 ν. 4512/2018, φαίνεται ότι κινείται απολύτως εντός των πλαισίων της κοινοτικής και της συνταγματικής νομιμότητας.

 

Β. Η υποχρέωση του δικηγόρου για έγγραφη ενημέρωση του εντολέα του

Στην παρ. 3 εδ. α’ το άρ. 182 ν. 4512/2018, ορίζεται ότι, πριν από την προσφυγή στο δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του εγγράφως, για τη δυνατότητα απόπειρας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις προσφυγής σε διαμεσολάβηση, καθώς και για την τυχόν υποχρεωτική υπαγωγή της διαφοράς ή μέρους αυτής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος (υποχρέωση ενημέρωσης).

Με το εδ. β’ της ως άνω διάταξης, το ενημερωτικό έγγραφο, το οποίο συντάσσεται από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης μετά την σύσταση και έναρξη λειτουργίας της, συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής ή άλλου ένδικου βοηθήματος επί ποινή απαράδεκτου της συζήτησής του.

Εισάγει όμως ο νόμος 4512/2018 μία νέα υποχρέωση για τους δικηγόρους, για την οποία οι δικηγόροι πρέπει να αναμείνουν την σύνταξη ενημερωτικού εντύπου από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης;

Από την επισκόπηση του νομικού πλαισίου, ως ισχύει ήδη πριν την εισαγωγή της ως άνω υποχρέωσης του αρ. 182 παρ. 3 ν. 4512/2018, προκύπτουν τα ακόλουθα:

Με βάση το αρ. 35 παρ. 3 του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος, όπως αυτός τροποποιήθηκε και ισχύει, ορίζεται ως θεμελιώδης υποχρέωση των δικηγόρων η υποχρέωσή τους να ενημερώνουν τον εντολέα τους για όλους τους θεσμούς και τις δυνατότητες εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών, η παράλειψη της οποίας συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα κατ’ αρ. 140 παρ. 1α του ίδιου Κώδικα, επισύροντας τις σχετικές πειθαρχικές ποινές.

Παράλληλα, σύμφωνα με το αρ. 116 ΚΠολΔ, θεσπίζεται ως διαδικαστική προϋπόθεση η καλόπιστη διεξαγωγή της δίκης, στο πλαίσιο της οποίας οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των μερών οφείλουν να τηρούν τους κανόνες της καλής πίστης και των χρηστών ηθών και να αποφεύγουν ενέργειες που φανερά οδηγούν  στην παρέλκυση της δίκης, ενώ με την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, που προστέθηκε με την παρ. 3 του αρ. πρώτου άρθρου 1 του ν. 4335/2015, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των μερών κατονομάζονται ρητά ως παράγοντες της δίκης, που οφείλουν με την εν γένει δικονομική τους συμπεριφορά να συμβάλουν στην ταχεία επίλυση της διαφοράς.

Σε αντίθετη περίπτωση, το Δικαστήριο, με την οριστική του απόφαση, δύναται να κρίνει τη συμπεριφορά τους ως στρεψόδικη και να επιβάλει χρηματική ποινή  από 1000 ευρώ έως 2.500 ευρώ, που περιέρχεται στο δημόσιο ως δημόσιο έσοδο. Στην τελευταία δε περίπτωση, ο πληρεξούσιος δικηγόρος θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να ενέχεται έναντι του εντολέα του και στο πλαίσιο της επαγγελματικής του ευθύνης.

Οι ανωτέρω διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος και του ΚΠολΔ αποκτούν βαρύνουσα πρακτική σημασία, ιδίως στην περίπτωση αρνήσεως των διαδίκων να προσφύγουν στη διαδικασία της Διαμεσολάβησης, ύστερα από πρόταση του Δικαστηρίου, εφόσον τούτο κρίνει ότι αυτό ενδείκνυται από τις περιστάσεις της υποθέσεως, δυνάμει της διάταξης του αρ. 214Γ ΚΠολΔ.

Αξίζει δε στο σημείο αυτό να σημειωθεί ότι η διάταξη του αρ. 214Γ ΚΠολΔ, κατ’ ουσίαν, επαναλήφθηκε με τη διάταξη του αρ. 181 παρ. 2 ν. 4512/2018, που ισχύει ήδη από την 17.01.2018, ημέρα δημοσίευσης του νόμου, δημιουργώντας επιπλέον την υποχρέωση όπως οι δικηγόροι μεριμνούν ώστε η εξουσία συμφωνίας υπαγωγής της υπόθεσης στη Διαμεσολάβηση κατόπιν παραπομπής από το Δικαστήριο να διαλαμβάνεται στο έγγραφο της πληρεξουσιότητας, που παρέχεται προς αυτούς κατ’ αρ. 94, 96, 97 ΚΠολΔ, αφού η δήλωση συμφωνίας υπαγωγής στη Διαμεσολάβηση γίνεται από τον πληρεξούσιο Δικηγόρο στην δια πληρεξουσίου παράσταση.

Με αφετηρία την τελολογία του νόμου 4512/2018 ως προς την αναγκαία επιτάχυνση της επίλυσης των διαφορών και υπό το πρίσμα των ανωτέρω διατάξεων, είναι προφανές ότι οι δικηγόροι, ήδη προ της δημοσιεύσεως του ν. 4512/2018 αλλά και μετά τη δημοσίευση αυτού και σε κάθε περίπτωση προ της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του άρ. 182, ήτοι προ της 17.10.2018, υποχρεούνταν και εξακολουθούν να υποχρεούνται να ενημερώνουν τους εντολείς τους  για όλους  τους θεσμούς και τις δυνατότητες εναλλακτικής  επίλυσης της διαφοράς, ήταν δε και παραμένει προς δική τους εξασφάλιση η πρόνοια σύνταξης σχετικού ενημερωτικού εγγράφου, χωρίς να αναμείνουν την σύνταξή του από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, ενώ επιπλέον δέον μεριμνούν ώστε στην πληρεξουσιότητα του αρ. 97 ΚΠολΔ διαλαμβάνεται και η εξουσία συμφωνία περί υπαγωγής της διαφοράς στη Διαμεσολάβηση.

Παρέπεται ότι αντίστοιχη υποχρέωση αξίωσης ενημέρωσης για τις εναλλακτικές μεθόδους επίλυσης των διαφορών βαρύνει και τους εντολείς των δικηγόρων, με βάση τις αρχές της καλής πίστης και των χρηστών ηθών.

 

Αθήνα, 22.01.2018

Γιούλη Χριστονάκη, Δικηγόρος – Διαπιστευμένη Διαμεσολαβητής ΥΔΔΑΔ